To 2013 είχα παρακολουθήσει στο φεστιβάλ
ταινιών μικρού μήκους «Future Shorts»
μια ταινία με τον τίτλο «Whiplash»,
από τον πρωτοεμφανιζόμενο και παντελώς άγνωστο τότε Damien Chazelle. Θυμάμαι, πρώτον, ότι
είχα ανατριχιάσει και είχα θεωρήσει την ταινία εκπληκτική και δεύτερον την σιγουριά μου ότι κάποια στιγμή θα μεταφερόταν σε μεγάλου μήκους ταινία. Δεν
ξέρω, αν ήταν το σενάριο ή ερμηνεία του J.K.Simmons, που είχε τον ίδιο
ρόλο ή το θέμα, αλλά η ταινία έπρεπε να μεταφερθεί στην μεγάλη οθόνη. Αυτό και έγινε,
μεγαλειωδώς, ένα μόλις χρόνο μετά, από τον ίδιο μάλιστα, 30χρονο σκηνοθέτη και
σεναριογράφο, τον Damien Chazelle. Δεν μπορώ να πιστέψω, ότι τα γυρίσματα
κράτησαν 19 μέρες και το αποτέλεσμα ήταν αυτό το σπάνιο αριστούργημα.
Επειδή αν και πολυλογώ, θυμάμαι
τι λέω, σε προηγούμενο κείμενο είχα πει, ότι το Birdman ήταν ίσως
η καλύτερη ταινία που έχω δει και σαφώς η καλύτερη ταινία της χρονιάς… Το Whiplash, βρίσκεται αν όχι
δίπλα του, στην ακριβώς επόμενη θέση. Σπάνια έχεις την τύχη να παρακολουθήσεις
ένα αριστούργημα στο σινεμά, πόσο μάλλον δύο και σε διάστημα μόνο δύο
εβδομάδων! Εξάλλου είχα πει για το Birdman, ότι μόνο το Whiplash θα μπορούσε να το "επισκιάσει". Μάλιστα έχω να δηλώσω, ότι σε αρκετά σημεία, κατά την άποψή μου οι ταινίες έχουν πολλές ομοιότητες.
Ο 19χρονος Andrew Nieman σκοπεύει
να γίνει ο καλύτερος drummer στο κόσμο, όσον αφορά την jazz μουσική. Θέλει να βρεθεί στην ίδια
κατηγορία με τον Buddy Rich και άλλους τέτοιους μάγους των drums.
Αυτή η επιδίωξη μοιάζει σχεδόν απίστευτη, καθώς το παιδί ναι μεν τη θέληση, αλλά
δεν προέρχεται από περιβάλλον με μουσικούς και γενικότερα φαίνεται να υπάρχει περιορισμένη στήριξη όσον αφορά την μουσική του πορεία. Παρόλ’αυτά
είναι πρωτοετής στο «Shaffer Conservatory of Music»,
την καλύτερη μουσική σχολή των Η.Π.Α. Στο Shaffer οι καλύτεροι και πιο
ζηλευτοί μαθητές είναι μέλη της jazz
μπάντας-χορωδίας του Terence Fletcher.
Το να ζητήσει σε κάποιον να παίξει στην μπάντα του, η οποία εκπροσωπεί το σχολείο αυτό σε διαγωνισμούς jazz,
είναι η απόλυτη τιμή. Δεδομένης της πρώτης,
αποτυχημένης, τυχαίας συνάντησης τους ο Andrew εκπλήσσεται, όταν ο Fletcher του
ζητά να παρευρεθεί στην πρόβα της μπάντας, για να αναλάβει την θέση του
αναπληρωτή drummer.
Ωστόσο σύντομα θα καταλάβει, ότι οι πρόβες του είναι το απόλυτο βασανιστήριο καθώς ο Flecher λειτουργεί ξεκάθαρα εκφοβίζοντας και προσβάλλοντας τους μαθητές, ενώ δεν
συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο από την τελειότητα, την τέλεια προσπάθεια από
το κάθε μέλος της μπάντας. Σύμφωνα με αυτόν, ο καλύτερος δεν είναι αυτός που παίζει
καλά, αλλά αυτός που ξέρει, ότι παίζει καλά και ξεπερνά τα σωματικά και ψυχικά του
όρια. Οι μέθοδοί του καλλιεργούν τον φόβο και τον ατομικισμό.
Ωστόσο ο Andrew είναι διατεθειμένος να δουλέψει σκληρά για να πετύχει τον
στόχο του, να κάνει θυσίες και να ξεπεράσει κάθε όριο. Κατά την διάρκεια του έργου προκύπτει το συγκεκριμένο
ερώτημα: Παρά το γεγονός, ότι ο Flecher ουσιαστικά βασανίζει τους μαθητές του, ο Andrew, θεωρώντας ότι μόνο χάρη σε αυτόν θα φτάσει τον στόχο του, είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα. Όμως σε τι σημείο θα
φτάσει; Ναι μεν το μεγαλείο
είναι πολύ γλυκό, ωστόσο που θέτουμε τα όρια;
Παρά το γεγονός, ότι αυτή είναι η
δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη, βασικά η πρώτη ουσιαστική
προσπάθειά του, πρόκειται για ένα οπτικό, συναισθηματικό και μουσικό αριστούργημα.
Σοκαρίστηκα από το πόσο καλό ήταν. Ο Damien Chazelle κάνει εκπληκτική δουλειά στην σκηνοθεσία
και παρουσιάζει φοβερά τον κόσμο του Andrew. Αυτό το λέω εννοώντας, ότι η
ταινία έχει γυριστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μοιάζει λες και ο Andrew, ο Flecher και η
σχέση τους είναι το μόνο πράγμα που υφίσταται. Βασικά περιορίζεται
στην παρουσίαση ακριβώς αυτής της σχέσης, η οποία αποτελεί το κέντρο της ζωής
του νεαρού μουσικού, γι'αυτό και θεωρώ ότι το να γυριστεί ήταν ένα πολύ τολμηρό και δύσκολο εγχείρημα. Η φωτογραφία είναι εκπληκτική και σε συνδυασμό
με την άκρως φρέσκια ματιά του σκηνοθέτη, έχει ως αποτέλεσμα κάποιες εκπληκτικές, βαθύτατα συγκινητικές και ανατριχιαστικές σκηνές. Χάρη στον συνδυασμό των δύο
νιώθεις λες και βρίσκεσαι μέσα στην ταινία, λες και παρακολουθείς τον
πρωταγωνιστή να παίζει. Τα διάφορα κοντινά στα ντραμς, στα χέρια, στις εκφράσεις
του προσώπου, στα βλέμματα και γενικότερα στις λεπτομέρειες, είναι σε μεγάλο
βαθμό υπεύθυνα για τα πολύ δυνατά συναισθήματα που μου δημιούργησε η ταινία. Όπως
και στο Birdman, έτσι και εδώ μπορώ να πω, ότι την αισθάνθηκα την ταινία, την ένιωσα και
πραγματικά με άγγιξε βαθύτατα.
Σειρά έχει ο ήχος, το μοντάζ και
η μουσική επένδυση. Θα διαπιστώσετε, ότι για ένα μεγάλο μέρος της ταινίας
παρακολουθούμε την μπάντα να παίζει. Όπως αποκάλυψε ο σκηνοθέτης, μέρος της μουσικής
προστέθηκε αργότερα έτσι, ώστε να συγχρονίζεται με τις ερμηνείες των
μουσικών, δηλαδή τους έβαλε να παίξουν ένα όργανο και όπου η ερμηνεία τους χρειαζόταν
βελτίωση ή ήταν ασυγχρόνιστη, προσέθετε τον βελτιωμένο ήχο αργότερα στο μοντάζ. Δεν είμαι ειδικός, αλλά υπήρχε τέτοια
αληθοφάνεια και στο παίξιμο και στο μερικό «ντουμπλάρισμα», ώστε δεν μπορούσα
να πιστέψω, ότι υπήρχε έστω και μισή ντουμπλαρισμένη σκηνή. Το ίδιο ισχύει και για τον πρωταγωνιστή
που όπως θα καταλάβετε και ήταν πολύ δύσκολο για τον ίδιο να παίξει με τέτοια
ένταση, αλλά και για τους μοντέρ να προσθέσουν σκηνές σε σημεία που χρειαζόταν.
Αν και στο 90% των σκηνών, όντως παίζει ο ίδιος ο Milles Teller, χρειάστηκε να προσθέσουν ένα υπόλοιπο 10%, πράγμα που
έγινε με τόσο επαγγελματικό τρόπο που δεν καταλάβαινα την διαφορά. Γενικότερα έγινε φαινομενική δουλειά στο μοντάζ, αφού η ταινία κυλά
απίστευτα χωρίς κολλήματα και έχει μια λογική ακολουθία, ενώ παράλληλα αισθάνεσαι
λες και βλέπεις κάποιο όνειρο. Μην με ρωτήσετε γιατί, απλώς εγώ έτσι
αισθάνθηκα. Γι’αυτό έξαλλου το μοντάζ και η ηχητική επεξεργασία της ταινίας
βρίσκονται υποψήφιες στις αντίστοιχες οσκαρικές κατηγορίες. Το αποτέλεσμα της ταινίας καθορίζει και
η εκπληκτική μουσική επένδυση, της οποίας ειδικά τα jazz κομμάτια είναι άλλο πράγμα!
Ο Damien Chazelle εκτός
από την σκηνοθεσία υπογράφει και το
σενάριο, το πρωτότυπο, δύσκολο για κινηματογραφική μεταφορά, το υπέροχο αυτό
σενάριο. Φτιαγμένο αποκλειστικά από τους χαρακτήρες και την σχέση τους, με σκοπό την παρουσίαση των χαρακτήρων αυτών και της σχέσης τους. Η ταινία μοιάζει σαν
ένα σκληρό παιχνίδι επιβολής του ενός στον άλλον… Δείχνει τον απίστευτο αγώνα
του νεαρού μουσικού και την συνεχή αποθάρρυνση και υποβίβασή του από τον τιτάνα μαέστρο, τον Terence Fliecher. Πραγματικά είναι
μαγικό πως ένα τέτοιο σενάριο καταφέρνει να σου κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο και να οδηγεί κάθε σκηνή σε υψηλότερα επίπεδα έντασης, ώσπου σπάνε όλα τα
κοντέρ στο τελευταία 10λεπτο. Αυτά τα δέκα λεπτά με στοίχειωσαν και πραγματικά
μου δημιούργησαν ένα απίστευτο συναίσθημα. Και μονό γι’αυτό είμαι διατεθειμένη να ξαναδώ την ταινία, όσες φορές θέλετε! Βεβαίως και το διαλογικό κομμάτι είναι φοβερό, αφού υπογραμμίζει χαρακτήρες και σχέσεις και δίνει τους ακόμα μεγαλύτερο βάθος, ενισχύοντας τον παράγοντα της ρεαλιστικής τους αναπαράστασης.
Εξάλλου και οι δύο εκπληκτικές
ερμηνείες οφείλονται εν μέρει στο σενάριο! Δεν είχα κάποια ιδιαίτερη άποψη
για τις υποκριτικές ικανότητες του Milles Teller, απ’ότι φαίνεται όμως έκανα λάθος. Εδώ είναι εκπληκτικός,
είναι η καλύτερη και δυνατότερη ερμηνεία της καριέρας του. Παρουσιάζει ένα
εξαιρετικό βάθος συναισθημάτων, το οποίο αποκαλύπτει με τρόπο κατάλληλο, χωρίς
δηλαδή να οδηγείται σε υπερβολές ή ελλείψεις. Ανυπομονώ να δω τι μας επιφυλάσσει
για το μέλλον ο Teller, που
κατάφερε να σταθεί αντάξια δίπλα στον τρομακτικό και ανατριχιαστικό J.K.Simmons. Πραγματικά δεν ήξερα, ότι μπορούσε να δώσει τέτοια
ερμηνεία. Το ψιλοσυνειδητοποίησα, όταν είχα δει την μικρού μήκους, αλλά εδώ ξεπερνά
κάθε προσδοκία. Το όσκαρ το έχει για την πλάκα του, και αυτό επειδή μας χάρισε
έναν χαρακτήρα που λατρεύουμε να μισούμε και αντικειμενικά συγκαταλέγεται στους
πιο psycho χαρακτήρες ταινιών που έχω δει ποτέ. Έμοιαζε πιο
πολύ με στρατηγό παρά με μαέστρο. Πραγματικά η καλύτερη της μέχρι τώρα καριέρας
του ερμηνεία και μάλιστα θεωρώ, ότι είναι και από αυτές τις σπάνιες που
θυμόμαστε για καιρό. Ακόμη κάτι που ξέχασα να πω και για τους δύο, είναι ότι
όντως παίζουν ο ένας drums και ο άλλος πιάνο στης σκηνές της ταινίας. Μάλιστα ο Teller (που παίζει από τα 15 του) τραυμάτισε τα χέρια του και γενικά βίωνε τις συναισθηματικές
καταστάσεις που βίωνε ο χαρακτήρας του, καθώς ο σκηνοθέτης ολοκλήρωνε την σκηνή
μονάχα, όταν αυτός εξαντλούνταν από το παίξιμο! Και οι δύο συγκαταλέγονται στις καλύτερες ερμηνείες της χρονιάς...
Συνοψίζοντας: το «Whiplash» βρίσκεται μαζί με το Birdman στην θέση της καλύτερης ταινίας της χρονιάς, και αποτελεί και μια από τις καλύτερες
ταινίες που έχω δει γενικότερα. Είναι συγκλονιστικό το γεγονός, ότι ο δημιουργός
της, ο Damien Chazelle,
είναι μόλις 30 χρονών και αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του. Κάθε
στοιχείο της ταινίας από το την μουσική επένδυση μέχρι και το μοντάζ είναι
άψογο. Το σενάριο αποτελεί φαινόμενο γιατί, παρ'ότι παρακολουθείς την
απόλυτη σύγκρουση μεταξύ δύο εξωπραγματικά ισχυρών χαρακτήρων δεν βαριέσαι ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Η ταινία ρέει χωρίς να το παίρνεις καν χαμπάρι.
Και αυτό τo όνειρο
έρχονται να συμπληρώσουν οι δύο εκπληκτικές ερμηνείες των Miles Teller και
J.K.Simmons. Ειδικά ο τελευταίος, όχι μόνο θα πάρει όσκαρ, αλλά και θα
λειτουργεί πλέον σαν εικονικός χαρακτήρας, θα μπει δηλαδή στην λίστα των κακών
που λατρεύουμε. Γενικά θεωρώ, ότι είναι κρίμα από τον θεό να μην το δείτε. Εμένα
προσωπικά με έχει επηρεάσει σε τρομακτικό βαθμό. Σφύζει από ένταση, δύναμη,
συναίσθημα, μουσική και νόημα... Είναι ένα πραγματικό διαμάντι!
Πηνελόπη Χούνδρη
Facebook: https://www.facebook.com/tainiodifis
To trailer του "Whiplash":
Το soundtrack του "Whiplash"¨
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου